ισόμορος

ισόμορος
ἰσόμορος, -ον (Α)
1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο
2. όμοιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον
το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό-μορος, ωκύ-μορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰσόμορον — ἰσόμορος like masc/fem acc sg ἰσόμορος like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσομόρῳ — ἰσόμορος like masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”